καθεστηκότως

καθεστηκότως
καθεστηκότως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Act. of καθίστημι,
A fixedly, steadily,

κ. ἔχειν πρός τι Arist.Pol.1340b3

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθεστηκότως — (Α) επίρρ. ορισμένα, σταθερά, ήσυχα, κανονικά, με τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. πρκ. καθεστηκώς, ότος τού ρ. καθίστημι] …   Dictionary of Greek

  • καθεστηκότως — fixedly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”